ελεγκτικός

ελεγκτικός
η , ό[ν]
1) контрольный, проверочный:

ελεγκτικό μηχάνημα — контрольное устройство;

2) контрольный; ревизионный; инспекционный;

ελεγκτικόν συνέδριον — ревизионная комиссия


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ελεγκτικός" в других словарях:

  • ἐλεγκτικός — fond of cross questioning masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελεγκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐλεγκτικός, ή, όν) 1. ο ικανός, κατάλληλος ή αρμόδιος να ελέγχει 2. το θηλ. ως ουσ. η ελεγκτική το σύνολο τών μεθόδων και τών αρχών τις οποίες εφαρμόζει ο ελεγκτής για τη διενέργεια τού ελέγχου νεοελλ. φρ. «Ελεγκτικό Συνέδριο» το Ανώτατο …   Dictionary of Greek

  • ελεγκτικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον έλεγχο, ο αρμόδιος να ελέγχει: Ελεγκτικό συνέδριο. 2. που αρέσει να επικρίνει, ο επικριτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλεγκτικά — ἐλεγκτικός fond of cross questioning neut nom/voc/acc pl ἐλεγκτικά̱ , ἐλεγκτικός fond of cross questioning fem nom/voc/acc dual ἐλεγκτικά̱ , ἐλεγκτικός fond of cross questioning fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγκτικώτερον — ἐλεγκτικός fond of cross questioning adverbial comp ἐλεγκτικός fond of cross questioning masc acc comp sg ἐλεγκτικός fond of cross questioning neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγκτικῶν — ἐλεγκτικός fond of cross questioning fem gen pl ἐλεγκτικός fond of cross questioning masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγκτικόν — ἐλεγκτικός fond of cross questioning masc acc sg ἐλεγκτικός fond of cross questioning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγκτικώτατα — ἐλεγκτικός fond of cross questioning adverbial superl ἐλεγκτικός fond of cross questioning neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγκτικώτατον — ἐλεγκτικός fond of cross questioning masc acc superl sg ἐλεγκτικός fond of cross questioning neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγκτικαῖς — ἐλεγκτικός fond of cross questioning fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγκτικαί — ἐλεγκτικός fond of cross questioning fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»